- εὐπάθεια
- εὐ-πάθεια, ἡ, das Wohlergehen, sinnliches Behagen, Sinnengenuß. Bes. bei den Stoikern, auch den Epikuräern, Ausdruck für ἡδονή im guten Sinne. Allgemein: leichte Empfänglichkeit für äußere Eindrücke
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
εὐπαθείᾳ — εὐπαθείᾱͅ , εὐπάθεια comfort fem dat sg (attic doric aeolic) εὐπαθείᾱͅ , εὐπάθεια comfort fem dat sg (attic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐπάθεια — comfort fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευπάθεια — η (ΑΜ εὐπάθεια, Α και ιων. τ. εὐπαθίη) [ευπαθής] (για νόσους) η έλλειψη αντοχής τού οργανισμού, η ευαισθησία στις παθήσεις, στις νόσους («ευπάθεια στομάχου») νεοελλ. (για φυσικά όργανα ή συσκευές) η ιδιότητα μιας συσκευής να σημειώνει και τις… … Dictionary of Greek
ευπάθεια — η 1. ευαισθησία. 2. το να προσβάλλεται εύκολα κανείς από την αρρώστια, μειωμένη αντοχή του οργανισμού: Έχω ευπάθεια στα έντερα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εὐπαθείας — εὐπαθείᾱς , εὐπάθεια comfort fem acc pl εὐπαθείᾱς , εὐπάθεια comfort fem gen sg (attic doric aeolic) εὐπαθείᾱς , εὐπάθεια comfort fem acc pl (ionic) εὐπαθείᾱς , εὐπάθεια comfort fem gen sg (attic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐπαθειῶν — εὐπάθεια comfort fem gen pl εὐπάθεια comfort fem gen pl (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐπαθείαις — εὐπάθεια comfort fem dat pl εὐπάθεια comfort fem dat pl (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐπαθείῃσι — εὐπάθεια comfort fem dat pl (epic ionic) εὐπάθεια comfort fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐπάθειαι — εὐπάθεια comfort fem nom/voc pl εὐπάθεια comfort fem nom/voc pl (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐπαθίης — εὐπάθεια comfort fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐπάθειαν — εὐπάθεια comfort fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)